- κουρέας
- 1) barbier2) coiffeur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κουρέας — ο (ΑM κουρεύς, έως) [κουρά] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να κουρεύει τα μαλλιά και να ξυρίζει τα γένεια 2. αυτός που κουρεύει το τρίχωμα τών ζώων αρχ. (κατά τον Ησύχ.) πτηνό που η φωνή του μοιάζει με τον ήχο τού μαχαιριού τού γναφέα … Dictionary of Greek
κουρέας — ο αυτός που κουρεύει, μπαρμπέρης, κομμωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρέας — κουρέᾱς , κουρεύς barber masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tales of the Dead — Title page of Tales of the Dead (1813). Tales of the Dead was an English anthology of horror fiction, published in 1813 by the publishing house White, Cochrane and Co. Contents 1 … Wikipedia
Liste falscher Freunde — Die Liste falscher Freunde listet eine Auswahl häufiger falscher Freunde (Übersetzungsfallen bzw. Verständnisprobleme) zwischen Deutsch und anderen Sprachen, dem in der Bundesrepublik Deutschland und in anderen Staaten gesprochenen Deutsch sowie… … Deutsch Wikipedia
Pepperoni — Die Liste falscher Freunde listet eine Auswahl häufiger falscher Freunde (Übersetzungsfallen bzw. Verständnisprobleme) zwischen Deutsch und anderen Sprachen, dem in der Bundesrepublik Deutschland und in anderen Staaten gesprochenen Deutsch sowie… … Deutsch Wikipedia
καΐσι — (I) το 1. δερμάτινο λουρί πάνω στο οποίο ο κουρέας ακονίζει το ξυράφι 2. δερμάτινη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayis]. (II) και καϊσί, το το βερίκοκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayisi] … Dictionary of Greek
καλλυντής — ὁ (Α καλλυντής) [καλλύνω] αυτός που καλλύνει, που καλλωπίζει αρχ. 1. ο νεωκόρος 2. ο κουρέας … Dictionary of Greek
κορσάς — κορσᾱς, ὁ (Α) [κορσώ] πάπ. ο κουρέας … Dictionary of Greek
κορσωτήρ — κορσωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κορσώ] κουρέας … Dictionary of Greek
κορσωτεύς — κορσωτεύς, έως, ὁ (Α) κουρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κορσωτήρ* με την κατάλ. εύς, που απαντά κυρίως σε μετονοματικά παρ.] … Dictionary of Greek